- καταπλοκῆς
- καταπλοκήentwiningfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek